Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Αιώνων ταξιδιώτης


Στάθηκε στην άκρη τού γκρεμού και στύλωσε το βλέμμα του στον ορίζοντα. Ο ουρανός είχε πάρει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα βάφοντας πορφυρά τα διάσπαρτα σύννεφα και τις κορυφογραμμές των βουνών. Ίδια κι απαράλλαχτα όλα. Όπως τα είχε αφήσει. Τίναξε από πάνω του τη σκόνη, άπλωσε τα χέρια του σε έκταση και τέντωσε τα ρουθούνια του. Ο άνεμος χίμηξε μέσα του ορμητικός και γέμισε τα πνευμόνια του. Έκλεισε τα μάτια και έμεινε ακίνητος. Μια ώρα, δυο ώρες. Ασήμαντος ο χρόνος όταν έχεις αφήσει πίσω σου χιλιάδες χρόνια αδιάκοπης πεζοπορίας στις ερημιές τού σύμπαντος. Κάθισε οκλαδόν στο χείλος τής αβύσσου και κοίταξε προς το απέραντο βάθος της. Πόσο του έμοιαζε αυτή η άβυσσος. Χωρίς αρχή και τέλος, όπως ο ίδιος. Σχεδόν μόνα τους άνοιξαν τα χείλια του κι άρχισε να ξεχύνεται η φωνή μακρόσυρτη, απόκοσμη σχεδόν, σ' ένα τραγούδι αλλόκοτο, κάτι σαν ύμνο προς τις αόρατες επουράνιες δυνάμεις που ορίζουν κάθε ύπαρξη σε ουρανούς και πλανήτες. Πήρε να σουρουπώνει. Ο αέρας δυνάμωσε και έπιασε να λυσσομανάει. Πίσω και γύρω του είχαν μαζευτεί χιλιάδες τα πετούμενα από κάθε είδος. Είχαν καθίσει παντού. Στις πέτρες, στους θάμνους, στο χώμα. Γύρισε αργά και άρχισε να τα κοιτάζει. Ένας βασιλικός αετός πέταξε με μεγαλοπρέπεια και κάθισε στον δεξιό του ώμο. Σιγά-σιγά άρχισαν να πλησιάζουν προς το μέρος του κι άλλα πουλιά. Οι αετοί και οι γύπες παρατάχθηκαν σε σχηματισμό κι από κοντά γεράκια και κουρούνες, δημιούργησαν όλα μαζί ένα φτερωτό πέπλο πάνω στο οποίο βρέθηκε καθισμένος. Τα μικρότερα πουλιά κρεμάστηκαν στα χέρια και στα πόδια του. Και τότε το παράξενο αυτό σμήνος χτύπησε τα φτερά του και άρχισε να πετάει. Εκείνος, ακουμπώντας απαλά στα φτερά τους, ατάραχος, άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στο γνώριμο τοπίο. Πετούσαν ώρα πολλή διαγράφοντας κύκλους στην κοιλάδα κι ύστερα πήραν γραμμή να κατεβαίνουν προς την ακτή, εκεί που έσμιγε ο βράχος με τη θάλασσα στο αιώνιο γλυκοφίλημά τους. Τα πουλιά χαμήλωσαν κι ακούμπησαν στη γη. Εκείνος κατέβηκε κι αφού τα χάιδεψε με το βλέμμα του, έκανε μια κίνηση σα να πετάει μια πέτρα προς τον ουρανό και τα πουλιά σηκώθηκαν σε σειρές και χάθηκαν προς τον σκοτεινό πια όγκο των βουνών πάνω από την κοιλάδα.

Περπάτησε πάνω στα βράχια μέχρι που έφτασε σε μια σπηλιά που την είχαν σκάψει με τα χρόνια το κύμα και η αρμύρα. Ήταν η θαλασσοσπηλιά του. Εδώ κατοικούσε κάθε φορά που επέστρεφε από έναν κύκλο. Βρήκε μια επίπεδη πέτρα που την έβαζε πάντα για προσκεφάλι και ξάπλωσε να ξαποστάσει. Έξω ακουγόταν η θάλασσα να βρυχάται, καθώς το αφρισμένο κύμα της αγκάλιαζε τα βράχια και τρύπωνε μέσα στη σπηλιά προκαλώντας με τον παφλασμό του έναν υπόκωφο θόρυβο. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά ούτε μέσα στη σπηλιά ούτε έξω απ' αυτήν, αφού παντού βασίλευε το σκοτάδι. Αφέθηκε στις σκέψεις του που αργά και μεθυστικά άρχισαν να τον ταξιδεύουν στα περασμένα. Στην αρχή ήταν όλα θολά και δυσδιάκριτα μα, σταδιακά άρχισαν να ξεκαθαρίζουν. Τα πρόσωπα γνώριμα κι αγαπημένα. Περνούσε ανάμεσά τους, τα άγγιζε, τους μιλούσε. Εκείνα τον άκουγαν μα δεν κατάφερναν να τον διακρίνουν, εκτός από κάτι λίγα που τα ξεχώρισε σαν εκλεκτά και κάποιες φορές στάθηκε δίπλα τους με σάρκα και οστά αφήνοντάς τα να τον αγγίξουν. Όλα όμως έδειχναν να τους είναι οικεία η παρουσία του. Στην αρχή τουλάχιστον. Γιατί μετά από λίγο, αυτό το είδος των πλασμάτων που ζουν εδώ, άρχισε να διακατέχεται από την ακατανίκητη επιθυμία του να αποκρυπτογραφήσει κάθε κώδικα, να εξερευνήσει κάθε χάρτη, να αποκαλύψει κάθε θαύμα που συντελείται στην παραμικρή γωνιά τού σύμπαντος. Δεν αρέσκεται να ζει και να πορεύεται με κανένα μύθο. Ουσιαστικά δεν αποδέχονται την ύπαρξη μύθων και δεν πιστεύουν στην ύπαρξη προαιώνιων μυστικών τής δημιουργίας. Θέλουν να βάλουν άμεσα το δάχτυλο στις πληγές από τα καρφιά για να πιστέψουν. Έτσι, αναλώνονται σε μια αέναη αναζήτηση, όχι εκείνων στα οποία έπρεπε να επικεντρωθούν για να συναντήσουν τη γνώση, μα απλών καθημερινών μυστικών που η αποκάλυψή τους το μοναδικό που θα μπορούσε να τους προσφέρει είναι η ικανοποίηση του γήινου εγωισμού τους. Άπλωναν τα χέρια τους στο κενό προσπαθώντας να πιαστούν από ένα κομμάτι ρούχου, από τα γένια ή από τα μαλλιά, από τις ουλές τού προσώπου, μιας οντότητας που έχασε στα βάθη τού χρόνου τα χαρακτηριστικά της και εκείνο που της έχει απομείνει για να μπορεί κάποιος να την αναγνωρίσει, είναι μόνο ένα βαθύ κομμάτι ψυχής χωρίς σώμα, δίχως σχήμα, δίχως χρώμα και χωρίς ονοματεπώνυμο. Δεν τους άρεσε καθόλου αυτό. Τι κι αν μιλούσε ωραία, τι κι αν τραγουδούσε γλυκά, τι κι αν τους έδειχνε με το δάχτυλο έναν προς έναν τούς αστερισμούς και τους αποκάλυπτε τα μυστικά τους. Εκείνοι έμεναν πεισματικά προσηλωμένοι πάνω στο τεντωμένο του δάχτυλο. Όσοι το έβλεπαν και όσοι υπέθεταν πως κάπου εκεί βρίσκεται. Ποιος ήταν αυτός ο αυθάδης που το έπαιζε παράξενος και είχε το θράσος να κινείται ανάμεσά τους χωρίς να μπορούν όλοι να τον βλέπουν και να τον αγγίζουν; Και ποιος τον όρισε να το κάνει αυτό; Μη και του το ζήτησαν οι ίδιοι και δεν το θυμούνται; Άρχισαν να καταστρώνουν τα σχέδιά τους. Έπρεπε να βρουν τη λύση τού μυστηρίου εδώ και τώρα. Αποφάσισαν να κάνουν ένα συμβούλιο για να ανταλλάξουν απόψεις και να χαράξουν ένα κοινό σχέδιο δράσης. Εκείνος, διαρκώς ανάμεσά τους, χωρίς να τον αντιλαμβάνονται, δεν έπαυε στιγμή να χαμογελάει με συγκατάβαση. Τους πιο τολμηρούς μάλιστα τους χάιδευε τα μαλλιά και τους παρότρυνε να συνεχίσουν. Ένας τους πέταξε μια ιδέα: "Να τον τρυπήσουμε! Αν βγάλει αίμα θα ακολουθήσουμε τις σταγόνες και θα ανακαλύψουμε πού κρύβεται"! Όλοι ενθουσιάστηκαν και άρχισαν να ανταλλάσσουν πληροφορίες. "Εγώ τον είδα να πηγαίνει κατά τη θάλασσα. Άφηνε πατημασιές στην άμμο"! Αλλά υπήρξαν και μπιστικοί του που πήραν το λόγο και πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις έσπευσαν να τον απαρνηθούν: "Εγώ μίλησα μαζί του και μου εμπιστεύθηκε μυστικά του. Μπορώ να σας διηγηθώ τις λεπτομέρειες αν θέλετε"! Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Μήπως δεν έπρεπε να επιστρέψει τόσο γρήγορα σ' αυτόν τον κόσμο; Έδιωξε τις άσχημες σκέψεις με ένα τίναγμα του κεφαλιού. Ήξερε πως είχε αφήσει πράγματα στη μέση που έπρεπε να τα τελειώσει. Άλλη ευκαιρία δεν του είχε απομείνει. Αυτό θα ήταν το τελευταίο του πέρασμα από αυτά τα μέρη. Κι αν στο μέλλον τον έβγαζε πάλι ο δρόμος του από δω τίποτα δεν θα ήταν έτσι όπως θα το άφηνε τούτη τη φορά. Τα πρόσωπα θα έχουν αλλάξει.

Πόσες ώρες να έχουν περάσει που ξαπλωμένος συλλογίζεται; Ώρες… Έτσι τον μετρούν τον χρόνο εδώ. Εκεί πάνω ο χρόνος μετριέται με στιγμές. Δεν τους τη μετέφερε αυτή τη γνώση γιατί φοβήθηκε πως θα ανακάλυπταν ότι τα έτη φωτός ισούνται με δευτερόλεπτα και θα εστίαζαν τις έρευνές τους πάνω στα νέα δεδομένα για τα διαπλανητικά ταξίδια, με αποτέλεσμα πολύ πιο σύντομα από το αναμενόμενο να αλώσουν ολόκληρο το σύμπαν, όπως έκαναν και με τον πλανήτη τους κάθε φορά που τους αποκαλυπτόταν και ένα από τα κρυμμένα μυστικά του. Ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Αν ήξεραν πόσα το μέλλον τούς επιφυλάσσει. Πόσες αναπάντεχες εκπλήξεις. Όπως συνηθίζουν να λένε και οι ίδιοι, αν ήξεραν τι έχουν να δουν τα μάτια τους, ίσως να άρχιζαν να σκέφτονται διαφορετικά.

Ξημέρωσε έξω.  Δεν κοιμήθηκε ούτε λεπτό με τόσες σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό του. Το φως άρχισε να τρυπώνει δειλά-δειλά μέσα στη σπηλιά. Σηκώθηκε και τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει. Να, σε μια άκρη διέκρινε το μπαούλο που είχε αφήσει από την προηγούμενη φορά. Το άνοιξε αποφασιστικά. Μέσα βρίσκονταν ανέπαφα όλα όσα είχε εμπιστευτεί στην θαλασοσπηλιά του για να του τα φυλάξει. Δεν αμφέβαλε καθόλου ότι θα τα κατάφερνε. Χρόνια τώρα της έχει εμπιστευτεί τα μυστικά του κι αυτή, πιστή συντρόφισσα, τα τίμησε και τα κράτησε καλά φυλαγμένα από τα αδιάκριτα βλέμματα. Όταν πλησίαζαν τριγύρω ψαράδες ή εκδρομείς, σε συνεννόηση με την μεγάλη αγαπημένη του, τη θάλασσα, συνωμοτούσαν κι εκείνη σήκωνε κάτι τεράστια κύματα σαν βουνά που απειλούσαν να πνίξουν τον οποιονδήποτε περίεργο που θα τολμούσε να πλησιάσει. Τα κύματα έκρυβαν το άνοιγμα της σπηλιάς κι έτσι ποτέ κανείς δεν τα κατάφερε να την προσεγγίσει.

Βγήκε από τη σπηλιά και πλησίασε στην άκρη τού απότομου βράχου. Τέντωσε το σώμα του και τινάχτηκε μέσα στην αφρισμένη αγκαλιά τής αγαπημένης του. Αφού κολύμπησε λίγο και ξέπλυνε από πάνω του τη σκόνη τόσων αιώνων, γύρισε στη σπηλιά και άρχισε να ψάχνει μέσα στο μπαούλο. Έβγαλε πρώτα τα ρούχα που θα τον έκαναν να μη δίνει στόχο τις στιγμές που έπρεπε να είναι ορατός, για να μπορεί να κινείται με άνεση ανάμεσα από τούτο το παράξενο μα αγαπησιάρικο είδος. Ντύθηκε προσεκτικά. Μετά έβγαλε τα υπόλοιπα αξεσουάρ και άρχισε να φροντίζει τον εαυτό του. Ξύρισε τα γένια του, χτένισε τα μπερδεμένα του μαλλιά και στον καρπό τού χεριού του κούμπωσε ένα ρολόι με το οποίο πιστεύουν εδώ ότι μετράνε τον χρόνο. Είπαμε, έπρεπε να τους μοιάζει. Στο κάτω μέρος τού μπαούλου υπήρχε ένα κομμάτι από σπασμένο καθρέφτη. Κοιτάχτηκε μέσα του, κύλησε τα δάχτυλα ανάμεσα από τα μαλλιά του και ξεκίνησε για ένα ακόμα πέρασμα μέσα από τις ζωές των πλασμάτων που δεν πιστεύουν στα θαύματα…

S.O.

10 σχόλια:

  1. Δώσε κύματα ψυχής
    για το ιερό Θ των Θαυμάτων
    και της Θάλασσας..
    αν ήξερες πόσο τα έχουμε ανάγκη
    να ξεπλυθούν οι καημοί
    όλων των Ευχαριστώ
    που Προδώσαμε
    αμφιβάλλοντας
    και όλων των Συγνώμη
    που πνίξαμε
    στα Θνητά μας δάκρυα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σου χαμογελάω φλασάκι μου...
      Κρατήσου γερά... μας περιμένει μπόλικο ταρακούνημα από εδώ και μπρος... σ' αυτές τις θάλασσες τα νερά δεν ησυχάζουν στιγμή...

      Διαγραφή
  2. Κάθε ξεχωριστό ον, είτε είναι άνθρωπος είτε όχι, είναι και παράξενο. Κάθε συνηθισμένο ον είναι και περίεργο. Το περίεργο ον ενδιαφέρεται για το παράξενο. Ο θαυμασμός που γεννιέται απ'την περιέργεια γίνεται εύκολα φόβος γιατί τα συνηθισμένα όντα δεν έχουν μάθει στις αλλαγές. Δεν έχουν μάθει να κοιτούν πέρα απ'το δάχτυλο. Ίσως γιατί θέλουν πρώτα να γνωρίσουν το ίδιο το δάχτυλο. Ίσως να κινούνται με αργούς ρυθμούς, σε άλλους χρόνους.
    Όμως ποιός δεν είναι παράξενος τελικά για τον άλλο;
    Ο κάθε ένας είναι τόσο διαφορετικός, τόσο ενδιαφέρων που είναι δύσκολο να φτιάξει κανείς κατηγορίες και να βάλει μέσα τους ανθρώπους.
    Μα και στις άλλες διαστάσεις υπάρχουν ορατά κι αόρατα όντα, παρέες διαφορετικών πλασμάτων που έρχονται κοντά κι απομακρύνονται, που μοιάζουν ίσως συνηθισμένα σε άλλα πλάσματα. Κι ίσως περίεργα. Ίσως οι δικές τους αναζητήσεις να φαίνονται παιχνιδάκι στα μάτια άλλων πλασμάτων.

    Η θάλασσα έχει μάθει να κρατάει όλα τα μυστικά που της εμπιστευόμαστε. Και να φυλάει όλες τις σπηλιές. Κάπου θα εμπιστεύεται κι εκείνη τα δικά της μυστικά και όλο και κάποιος θα φυλάει την πηγή της για να μην της την πέσουμε και τη στερέψουμε.

    Αν και είμαστε από νερό κι απ'το νερό ερχόμαστε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γεια σου πειρατίνα με τις ανησυχίες σου :-)

      Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ξεχωριστά και συνηθισμένα όντα. Όλα τα όντα είναι ξεχωριστά μα και διαφορετικά. Επίσης είμαι κάθετα αντίθετος με την κατηγοριοποίηση των όντων σε κάθε της μορφή.

      Απ' όσο είμαι σε θέση να διακρίνω γύρω μου, με τις αλλαγές όλα τα όντα καλά τα πάνε. Και η περιέργεια καλή είναι μα και εξελικτική. Αν δεν υπήρχε αυτή δεν θα είχαν ανακαλυφθεί πολλά πράγματα και δεν θα είχε αγγίξει το ανθρώπινο είδος τα τόσα θαύματα που κατάφερε να αγγίξει.

      Ο θαυμασμός είναι σχετικός. Άξια θαυμασμού είναι όλα τα επιτεύγματα στο χώρο τής τέχνης και των επιστημών. Και μερικά όντα ίσως όταν φέρουν την ευθύνη για κάποιο από αυτά τα επιτεύγματα.

      Παράξενα ίσως να είναι όλα τα όντα. Κι αυτό πηγάζει από τη διαφορετικότητά τους. Κάθε διαφορετικό μάς φαίνεται παράξενο.

      Για τις άλλες διαστάσεις ειλικρινά δεν ξέρω να σου πω :-) Ίσως το ον τής ιστορίας μου να μπορούσε να σου απαντήσει. Αν υπήρχε φυσικά... Μα η ιστορία είναι πέρα για πέρα φανταστική οπότε και το ον φανταστικό είναι.

      Η θάλασσα λογικό δεν είναι να κρατάει κι αυτή φυλαγμένα τα δικά της μυστικά όταν τα καταφέρνει περίφημα να κρατάει τα δικά μας; Από νερό είμαστε κι εμείς κι αυτή. Σωστό είναι αυτό. Και επίσης κι εμείς κι αυτή περιέχουμε μέσα μας και χώμα...

      Διαγραφή
    2. Διαφωνώ! Δεν έχω ανησυχίες, μέχρι να εξαντληθεί το ρούμι απ'το αμπάρι! χιχιχι

      Διαγραφή
    3. Όχι, όχι, εγώ διαφωνώ περισσότερο συμφωνώντας με την διαφωνία σου! Αν είναι έτσι δεν πρόκειται να αποκτήσεις ανησυχίες ποτέ γιατί το ρούμι στα αμπάρια είναι ανεξάντλητο :-)

      Διαγραφή
  3. Μελαγχόλησα... μη ρωτήσεις γιατί, ούτε εγώ η ίδια καλά καλά δεν ξέρω...
    Η μάλλον τώρα ξέρω, ξέρω ότι είσαι ξανά ανάμεσά μας και πραγματικά αναρωτιέμαι το γιατί.
    Αντί να παίρνεις κι άλλους μαζί σου εσύ επιστρέφεις;
    γιατί;
    ποιο το νόημα;

    για πρώτη φορά μετά από χρόνια έβγαλα το ρολόι μου, ζούσα τις στιγμές χωρίς να με νοιάζει τίποτε άλλο.
    με ταξίδευε η θάλασσα και αυτό μου έφτανε,
    παρέα με φίλους καλούς,
    κι ας ήμουν χωρίς εκείνον...

    αφού ήρθες μήπως είναι καιρός να φύγω εγώ;
    δεν αντέχω άλλο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πού να πας καλό μου ακόμα δεν ήρθες; Μια μικρή ιστοριούλα είναι... χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Ο τυπάκος που πρωταγωνιστεί δεν είμαι εγώ. Εγώ είμαι γήινος πέρα για πέρα. Με όλα τα ελαττώματα που έχουν οι γήινοι :-) Αν ήξερα ότι θα μελαγχολούσες μπορεί να την έγραφα διαφορετικά.

      Έλα, χαμογέλασέ μου... Σου αφήνω ένα σκαστό φιλί :-)

      Διαγραφή
  4. Το Πρόδρομο Πλάσμα σου καθρεφτίζει τη Γνώση και ακτινογραφεί τη ματαιότητα και πτώση της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι παρήγορο που παρά το Μεγαλείο του ασχολείται ακόμα μαζί μας. Αλλά γιατί το κάνει; Γιατί;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τι μεγαλείο να διαθέτει μια σκονισμένη οντότητα που περιφέρει την ύπαρξή της από κόσμο σε κόσμο μέσα στους αιώνες; Όσο για το ερώτημά σου, εγώ που τον προσέγγισα κάπως περισσότερο για να αποκτήσω την εμπιστοσύνη του και να μου εμπιστευτεί δυο-τρεις κουβέντες για να γράψω την ιστορία, κατάλαβα ότι ψάχνει κάτι δικό του που το έχει αφήσει πίσω σε μια άλλη εποχή. Ίσως να είναι μια ψυχή κρυμμένη σε κάποιο σώμα και προσπαθεί να την αναγνωρίσει ανάμεσα σε επίλεκτες ψυχές που έχει ξεχωρίσει. Κοινός συμφεροντολόγος δηλαδή. Τι δουλίτσα του προσπαθεί να διεκπεραιώσει. Ίσως πάλι να έχω κάνει λάθος και να έχει ξεχωρίσει κάποια πρόσωπα που πιστεύει ότι μπορούν να αντέξουν το βάρος των όσων θέλει να τους δείξει. Όπως τον έκοψα για δάσκαλος δεν μου έκανε. Δεν θέλει να διδάξει τίποτα σε κανέναν. Το θεωρεί βαρύ καθήκον αυτό για τους ώμους του. Απλά να δείξει σε όποιους το αντέξουν κάποια από τα θαύματα που είδε εκείνος. Πάντως, έχω την εντύπωση ότι άλλο είναι κάποιος να προτάσσει εγωιστικά το όποιο υποτιθέμενο μεγαλείο για να καταδείξει την διαφορά του με τα άλλα όντα θεωρώντας τα κατώτερά του και άλλο απλά να τα κατανοεί και να προσπαθεί να λειτουργήσει και να συμπεριφερθεί όπως εκείνα.

      Διαγραφή

Αν ανήκεις στο πλήρωμα πες ό,τι θέλεις και γρήγορα στο κατάστρωμα.
Αν είσαι επιβάτης χαλάρωσε και απόλαυσε το ταξίδι.
Αν είσαι ναυαγός στη μέση τού πελάγου κράτα γερά και πιάσε το σκοινί.
Αν είσαι πειρατής και σκέφτηκες να μας κουρσέψεις κάνε στροφή και άλλαξε πορεία πριν το μετανιώσω...